- δυσκατάποτος
- δυσκατά-ποτος, ον,A hard to swallow, Arist.Sens.443b12, Archig. ap. Gal.12.976.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατάποτος — η, ο (Α δυσκατάποτος, ον) αυτός που καταπίνεται δύσκολα … Dictionary of Greek
δυσκατάποτα — δυσκατάποτος hard to swallow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάποτοι — δυσκατάποτος hard to swallow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)